- Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον-
- (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου γνώρισε ανθρώπους των γραμμάτων, όπως τον Γκέλερτ και τον Γκότσεντ. Έμεινε δύο χρόνια (1770-71) στο Στρασβούργο, από το πανεπιστήμιο του οποίου πήρε το δίπλωμα της νομικής. Τα χρόνια αυτά στάθηκαν αποφασιστικά για τη ζωή του, γιατί εκεί γνώρισε τον ποιητή και θεολόγο Χέρντερ, ο οποίος του μετέδωσε τον ενθουσιασμό του για την υποβλητική γοτθική ατμόσφαιρα και τη λαϊκή ποίηση. Η επαφή του με ποιητές της ομάδας Sturm und Drang (Θύελλα και Ορμή), όπως ο Κλίνγκερ και ο Λεντς, συνετέλεσε στην απομάκρυνσή του από την τέχνη του ροκοκό, με τα αισθητικά κριτήρια του οποίου είχε γράψει κομψότατα λυρικά ποιήματα και ένα μικρό ποιμενικό δράμα: Το καπρίτσιο του ερωτευμένου (ανεβάστηκε στη σκηνή το 1767 και εκδόθηκε το 1806). Ανακάλυψε τον Σαίξπηρ και τον Όσιαν και με τη βοήθειά τους, μια νέα ελευθερία οδήγησε τη σκέψη του σε μια κατεύθυνση περισσότερο συγκινησιακή, αντικλασική, πιο κοντά στον ρομαντισμό. Τέλος, ο έρωτάς του για τη Φρειδερίκη Μπριόν, κόρη του προτεστάντη εφημέριου του Ζεζενχάιμ, του ενέπνευσε λυρικά ποιήματα που διαπνέονται από δροσερούς τόνους εντελώς νέους για τα γερμανικά γράμματα, όπως το Καλώς ήρθες και αντίο, Η αγριοτριανταφυλλιά, Η βιολέτα και πολλά άλλα.
Η προσχώρηση του Γ. στα ιδεώδη του Sturm und Drang και, ειδικά στη θεωρία του φυσικού αυθορμητισμού της μεγαλοφυΐας που ελεύθερη από τεχνικό-ακαδημαϊκές συμβατικότητες σφυρηλάτησε καινούργιους κόσμους της σκέψης και του αισθήματος, εκφράστηκε θεωρητικά στο δοκίμιο Γερμανική αρχιτεκτονική (1773), εμπνευσμένο από τον μητροπολιτικό ναό του Στρασβούργου και έδωσε τον πρώτο ποιητικό καρπό με το ιστορικό δράμα Γκετς φον Μπερλίχιγκεν, που γράφτηκε το 1771 και αναθεωρήθηκε το 1773. Απορρίπτοντας τις τρεις αριστοτελικές ενότητες, ο Γ. δημιούργησε σε αυτή την τραγωδία έναν απέραντο πίνακα της Γερμανίας του 16ου αι. παίρνοντας ως πρότυπο τον Σαίξπηρ. Η μεγάλη επιτυχία του έργου εδραίωσε τη φήμη του ως ποιητή.
Το 1772 άσκησε για μικρό διάστημα τη δικηγορία στο αυτοκρατορικό δικαστήριο του Βέτσλαρ· εκεί γνώρισε τη Σαρλότε Μπουφ, μνηστή αργότερα του φίλου του Κέστνερ, την οποία ερωτεύτηκε· άλλη γνωριμία του στο Βέτσλαρ ήταν ο Γερούζαλεμ, ένας φοιτητής που αυτοκτόνησε έπειτα από έναν ατυχή έρωτα. Οι δύο αυτές εμπειρίες κέντρισαν την ευφυΐα του Γ. και οδήγησαν στη γέννηση ενός μυθιστορήματος που υπήρξε από τα πιο επιδραστικά, πολυδιαβασμένα και ωραία της παγκόσμιας λογοτεχνίας: του Βέρθερου (1774). Πρόκειται για την περιγραφή μιας ηθικής νόσου –ενός έρωτα που ωθεί στην αυτοκτονία– αλλά είναι δοσμένη με έναν τρόπο που φέρει ήδη τη χαρακτηριστική σφραγίδα του Γ., δηλαδή με μια υγιή παρατήρηση που δεν επηρεάζεται από τη νοσηρότητα του θέματος. Η λεπτότητα της ψυχολογικής ανάλυσης, η δροσιά του οράματος και το κομψό γράψιμο, το αναδεικνύουν σε ένα αληθινό αριστούργημα.
Στα χρόνια εκείνα του πάθους, της ελευθερίας και της φυγής προς τη φύση ανήκουν τα έργα Γανυμήδης, Προμηθεύς, Μωάμεθ, ύμνοι ενός κοσμικού πανθεϊσμού ή εμπνευσμένα από μια τιτανική εξέγερση κατά του ουρανού, κορυφαία έργα του γερμανικού λυρισμού. Για το θέατρο, ύστερα από την επιτυχία του Γκετς, ο Γ. έγραψε τη Στέλλα (1775), ένα τολμηρό συζυγικό δράμα, όπου η αναρχία εισβάλλει στο πεδίο της ερωτικής ηθικής, καθώς και τον Κλαβίγκο (1774). Επιστρέφοντας στη Φρανκφούρτη αρραβωνιάστηκε με τη Λίλι Σένεμαν. Έρωτας και αβεβαιότητες, έκσταση και μεταμέλειες, που μετουσιώνονται σε θαυμάσια ποιήματα, οδήγησαν στην οριστική ρήξη αυτού του δεσμού (1775). Τον ίδιο χρόνο γνώρισε τον Κάρολο Αύγουστο, τον δεκαοχτάχρονο δούκα της Βαϊμάρης· δέχτηκε την πρόσκλησή του και πήγε να εγκατασταθεί σε αυτήν την πόλη. Μπήκε στην υπηρεσία του ηγεμόνα, ο οποίος τον χρησιμοποίησε σε διάφορους τομείς (διεύθυνση των ορυχείων, της οδοποιίας, των οικονομικών του τοπικού θεάτρου κ.ά.). Ο Κάρολος Αύγουστος τον φόρτωνε συχνά με τιμές –τον ονόμασε μυστικοσύμβουλο, του απένειμε τον τίτλο του ευγενούς και τον έχρισε υπουργό– αλλά τον απασχολούσε τόσο πολύ με διοικητικά καθήκοντα, ώστε για ορισμένα χρόνια η ποιητική του δραστηριότητα περιορίστηκε σε μερικά μόνο ποιήματα και μπαλάντες.
Το πέρασμα των χρόνων, οι νέες πρακτικές του ασχολίες, ο πλατωνικός έρωτας για την κυρία της αυλής Σαρλότε φον Στάιν, τον οδήγησαν σε μία πιο ήρεμη και γαλήνια θεώρηση της ζωής, κάτι στο οποίο συνετέλεσε επίσης η μελέτη της φιλοσοφίας του Σπινόζα και τα καινούργια επιστημονικά του ενδιαφέροντα (μορφολογία, γεωπονική, ορυκτολογία). Αλλά η ποιητική του φύση αισθανόταν τόση κατάθλιψη από το ασφυκτικό αυτό περιβάλλον και τις πεζές απασχολήσεις, ώστε επαναστάτησε και αποφάσισε να αναχωρήσει για την Ιταλία. Από τον Σεπτέμβριο του 1786 έως τον Ιούνιο του 1788, ο Γ. έζησε στη Ρώμη, στη Νάπολη και στη Σικελία. Πρόκειται για την πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής του και –μαζί με εκείνη του Στρασβούργου– την πιο γόνιμη για την τέχνη του. Όταν επέστρεψε στη Βαϊμάρη το 1788, ήταν έτοιμος να γράψει το ιστορικό δράμα Έγκμοντ (1787), αφιερωμένο στην εξέγερση των Κάτω Χωρών εναντίον της Ισπανίας· έγραψε επίσης την τραγωδία Ιφιγένεια εν Ταύροις, έναν ύμνο στην ανθρωπιά και στην ευγένεια των αισθημάτων, που θριαμβεύουν εναντίον κάθε παραφροσύνης και βαρβαρότητας. Λίγο αργότερα έγραψε μία άλλη τραγωδία, τον Τορκουάτο Τάσο (1789· πρώτη παράσταση το 1807), στην οποία μεταφέρει την ίδια του την εμπειρία, του ποιητή που πιέζεται από το στενόχωρο περιβάλλον της Αυλής, αλλά ελευθερώνεται στο τέλος καθώς έχει το χάρισμα να τραγουδά. Ύστερα από το ταξίδι του στην Ιταλία (που περιέγραψε αργότερα στο λαμπρό έργο του Ταξίδι της Ιταλίας, την ελεύθερη απήχησή του οποίου θα συναντήσουμε στις Ρωμαϊκές Ελεγείες, 1790), ο ελληνορωμαϊκός κόσμος, που τον αντίκρισε μέσα από τα κείμενα του Βίνκελμαν αλλά τον αφομοίωσε με βαθιά πρωτοτυπία και αναγκαιότητα, αποτέλεσε στο εξής την κύρια πηγή έμπνευσής του· σε αυτή την αρμονία πραγμάτων και αισθημάτων ο Γ. ανακάλυψε τον καλύτερο στόχο στον οποίο μπορεί να αποβλέπει ο άνθρωπος. Τον απορροφούσαν όμως πάλι οι δημόσιες υποχρεώσεις· δύο φορές χρειάστηκε να συνοδεύσει τον δούκα του στο πεδίο της μάχης, όταν, με το ξέσπασμα της Γαλλικής επανάστασης, η ευρωπαϊκή συμμαχία ενώθηκε για να την καταπνίξει. Ο Γ. παρευρέθηκε στη μάχη του Βαλμί (30 Σεπτεμβρίου 1792) και παρατήρησε με διαύγεια ότι «από εκείνη την ημέρα αρχίζει μία νέα εποχή στην ιστορία της ανθρωπότητας». Η Γαλλική επανάσταση απασχόλησε πολύ το πνεύμα του: ήταν μία παγίδα για την κλασική αρμονία του εσωτερικού του κόσμου, αλλά από την άλλη πλευρά τον προσέλκυσε με το μήνυμα της ιστορικής και ανθρώπινης αλλαγής που έφερε. Ποιητικά, η επανάσταση του ενέπνευσε μάλλον μέτρια έργα· αλλά εκτός από τα καθαρά πεζά χρονικά του, όπως Η εκστρατεία της Γαλλίας (1822), η απήχηση του μεγάλου γεγονότος γίνεται αισθητή στο χαριτωμένο μικρό ποιητικό του έργο Χέρμαν και Δωροθέα (1798), το οποίο έγραψε σε κομψούς νεοκλασικούς στίχους. Στο έργο αυτό, το ερωτικό αστικό ειδύλλιο χρωματίζεται με την ιστορική επικαιρότητα.
Στη Βαϊμάρη και στη γειτονική Ιένα είχαν εγκατασταθεί σημαντικοί άνθρωποι των γραμμάτων όπως οι Βίλαντ, Χέρντερ, Χούμπολτ, Ζαν Πολ και Σίλερ· ο Γ., όμως, ανέπτυξε βαθιά και γόνιμη φιλία μόνο με τον τελευταίο, ύστερα από την αποφασιστική συνάντησή τους τον Ιούλιο του 1794. Οι δύο άντρες διεξήγαγαν μαζί μια μάχη ανανέωσης της γερμανικής πνευματικής ζωής (το Ξένια, 1796, είναι η συλλογή σατιρικών επιγραμμάτων, στην οποία εργάστηκαν μαζί), συναγωνίζονταν σε μια σειρά από θαυμάσιες μπαλάντες (από τις μπαλάντες του Γ. ξεχωρίζουν Η νύφη της Κορίνθου, Θεός και μπαγιαντέρα, Ο μαθητευόμενος μάγος), αντάλλασσαν γνώμες για αυτά τα έργα και εξέταζαν μαζί τις δυνατότητες ανανέωσης του θεάτρου. Ο Γ. εκείνα τα χρόνια, αλλά και αργότερα, εμβάθυνε στις μελέτες του γύρω από τις φυσικές επιστήμες. Γεννήθηκαν έτσι έργα όπως Η Μεταμόρφωση των φυτών (1790), Συμβολή στην οπτική (1791) και Η θεωρία των χρωμάτων (1810). Αλλά και στο μυθιστόρημα συνέχισε ο Γ. τη δημιουργική του παραγωγή, φιλοτεχνώντας ένα ρεαλιστικό και συγχρόνως ουτοπικό πανόραμα της γερμανικής κοινωνίας, όπως το είδαν τα μάτια ενός ατάραχου αναζητητή της αλήθειας, που στην αρχή τον τράβηξε η θεατρική εμπειρία: Η θεατρική αποστολή του Βίλχελμ Μάιστερ (πρώτη γραφή 1785), που ξαναδόθηκε αργότερα στα Χρόνια της μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ (1796) και κατόπιν δέχτηκε μια καλλιέργεια λιγότερο υποκειμενική, περισσότερο συλλογική, κοινωνική, στραμμένη προς το μέλλον (Τα χρόνια των περιπλανήσεων του Βίλχελμ Μάιστερ, 1821). Πρόκειται για ένα έργο με ελεύθερη σύλληψη, γεμάτο από τη σκέψη του Γ., τις εμπειρίες και τα όνειρά του, όπου είναι αναρίθμητα τα ποιητικά επεισόδια, οι ζωντανές μορφές και οι θαυμάσιες αφηγήσεις, πολλές φορές ανεξάρτητες από το κύριο θέμα.
Μετά τον θάνατο του Σίλερ (1805), που υπήρξε γι’ αυτόν σκληρό πλήγμα, ο Γ. παντρεύτηκε (1808) τη γυναίκα που ζούσε μαζί του από το 1788, την εργάτρια Χριστίνια Βούλπιους. Ένα τρίτο μυθιστόρημα, με τίτλο Εκλεκτικές συγγένειες (1808), αποκάλυψε έναν αφηγητή πιο ώριμο και πιο λεπτολόγο από κάθε άλλη φορά, που από τις θέσεις μιας κλασικής αυστηρότητας εξυμνούσε με έναν τρόπο μυστηριωδώς διφορούμενο την ιερότητα του γάμου. Η πρόζα του άγγιξε σχεδόν την απόλυτη τελειότητα στην ανολοκλήρωτη αυτοβιογραφία του: Από τη ζωή μου – ποίηση και αλήθεια (1811-33). Όπως η Μίνα Χέρτσλιμπ, θετή κόρη του βιβλιοπώλη Φρόμαν, και η εκκεντρική αλλά προικισμένη συγγραφέας Μπετίνα Μπρεντάνο του ενέπνευσαν δύο από τις ηρωίδες των Εκλεκτικών συγγενειών, έτσι και η τρυφερή του συμπάθεια για τη Μαριάνα Βίλεμερ ξύπνησε μέσα του τη νέα ποιητική άνοιξη, που φαίνεται στο Δυτικό-ανατολικό Διβάνι (1819)· με πηγή έμπνευσης την περσική λογοτεχνία, διατύπωσε έξοχες σκέψεις φρόνησης και αγάπης, με έναν τρόπο εντελώς καινούργιο.
Το 1821 γνώρισε τη δεκαεπτάχρονη Ούλρικε φον Λέβετσοφ και έρωτάς του γι’ αυτήν βρήκε ποιητική διέξοδο με την Τριλογία του πάθους (1823). Η λυρική του ποίηση, που στο τέλος του 18ου αι. είχε παρουσιάσει αριστουργήματα όπως το Ευτυχισμένο ταξίδι και Η θαλασσινή γαλήνη, έλαβε πλέον έναν χαρακτήρα πιο αποφθεγματικό, που αποκορυφώθηκε στους περίφημους ορφικούς χρησμούς των τελευταίων χρόνων. Σε αυτά τα χρόνια προσπάθησε να ολοκληρώσει τον Φάουστ, γεγονός που κατόρθωσε μόλις έναν μήνα πριν από τον θάνατό του. Με τον Φάουστ, ο Γ. ολοκλήρωσε το δραματικό ποίημα που τον είχε συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή, από τότε που παιδί ακόμα συνέλαβε την πρώτη ιδέα σε μία παράσταση κουκλοθέατρου. Ο Φάουστ γεννήθηκε στο γοτθικό και τιτανικό κλίμα του Sturm und Drang. Η πρώτη του παραλλαγή, ο λεγόμενος Ουρφάουστ (Urfaust) του 1773, δεν ανακαλύφθηκε παρά στο τέλος του 1800. Συνεχίστηκε στα χρόνια της Βαϊμάρης και της Ιταλίας και δημοσιεύτηκε ως απόσπασμα το 1790. Τέλος, τυπώθηκε το πρώτο του μέρος το 1808, ενώ το δεύτερο είδε το φως της δημοσιότητας ύστερα από τον θάνατο του ποιητή (1832). Ο Φάουστ θεωρείται ένα από τα τέσσερα-πέντε καλύτερα έργα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Πιο συμπυκνωμένο στο πρώτο μέρος, όπου το επεισόδιο με τον μάγο Φάουστ –στον οποίο ο δαίμονας ξαναδίνει τη νεότητα με τη συμφωνία να του πουλήσει την ψυχή του– ξετυλίγεται με πλαστική ζωντάνια μέσα σε μία γερμανική μεσαιωνική ατμόσφαιρα. Αυτή δίνεται με εξαιρετική μαεστρία μέσα από επεισόδια άλλοτε λυρικά, άλλοτε χιουμοριστικά και άλλοτε φοβερά· με ήρωες που έγιναν σύμβολα της ανθρώπινης φύσης, παρά την ατομικότητά τους (ο ανήσυχος Φάουστ, η γλυκιά και αθώα Μαργαρίτα, ο ειρωνικός Μεφιστοφελής, ο σχολαστικός Βάγκνερ κλπ.). Στο δεύτερο μέρος η ποίηση διαποτίζεται περισσότερο από τη σκέψη και το ύφος είναι πιο σύνθετο. Ο Φάουστ εδώ χάνει τη συγκεκριμένη του προσωπικότητα για να εκφράσει απόλυτα τη γερμανική και τη σύγχρονη ψυχή, που μάταια καταπραΰνεται για μια στιγμή από την κλασική ομορφιά (ο έρωτας της Ελένης) και ύστερα πέφτει πάλι σε απόγνωση, ώσπου να βρει τη λύτρωση στην κοινωνική δράση για το καλό της ανθρωπότητας· μια λύτρωση που κορυφώνεται σε ένα μεγαλειώδες φινάλε δαντικού τύπου, όπου η δύναμη της αγάπης που περικλείεται στο σύμπαν, βρίσκει υπόσταση στη γυναίκα, από την αμαρτωλή Μαργαρίτα έως την Παρθένο Μαρία. Με αυτό το πολυσύνθετο αριστούργημα ο Γ. εξέφρασε πλήρως τον εαυτό του και τη Γερμανία της εποχής του και άσκησε δημιουργική επίδραση στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία.
Πνεύμα γονιμότατο, υπήρξε πάντα έτοιμος να εκφραστεί με τα μέσα μιας ποίησης που από περιστασιακή γίνεται καθολική και να δεχτεί τα πιο διαφορετικά μηνύματα της εποχής και του πολιτισμού. Υπήρξε όμως εξίσου αδυσώπητος όταν απωθούσε καθετί που θα μπορούσε να διαταράξει την ισορροπία που είχε πετύχει (αρνήθηκε τον Μπετόβεν, τον Κλάιστ, τον ρομαντισμό). Με μια ικανότητα να μετουσιώνει σε τέχνη την επιστήμη και τη σκέψη, ο Γ. είχε φτάσει σε μια γαλήνια ανωτερότητα που μπορεί να εξόργισε κατά καιρούς τους Γερμανούς (οι οποίοι, ενώ πολεμούσαν εναντίον της Γαλλίας του Ναπολέοντα, τον θεωρούσαν θαυμαστή του μεγάλου Κορσικανού και μάλλον αδιάφορο στην εθνική τους υπόθεση), όμως τον ανέδειξε σε ποιητή παγκόσμιας ακτινοβολίας. Από το έργο του, από την καθαρή ποίηση έως τις εκπληκτικές πολιτικές και κοινωνικές προβλέψεις του, από την υποδειγματική ζωή του έως τις σκέψεις του για την επιστήμη, την τέχνη, τη ζωή μέσα στο κοινωνικό σύνολο, ο καθένας μπορεί να αντλήσει πολύτιμη γνώση. Ο Γ. αφομοίωσε και ξεπέρασε όλες τις λογοτεχνικές σχολές, γι’ αυτό δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε καμία από αυτές.
Εικονογράφηση του Γιόχαν Γκεόργκ Σουτς για την πρώτη έκδοση του «Ρωμαϊκού Καρναβαλιού» του Γκέτε (1789). Αργότερα ο μεγάλος Γερμανός ποιητής συμπεριέλαβε το έργο αυτό στο «Ταξίδι της Ιταλίας».
Νεανική προσωπογραφία του Γκέτε, έργο της Α. Κάουφμαν (Μουσείο Γκέτε, Βαϊμάρη).
«Ο Γκέτε μέσα στο γραφείο του υπαγορεύει στον γραμματέα του», πίνακας του Γιόχαν Γ. Σμέλερ (Μουσείο Γκέτε, Βαϊμάρη).
Η Μίνα Χέρτσλιμπ είχε εμπνεύσει στον Γκέτε αρκετά χαρακτηριστικά της Οτίλια, ηρωίδας του μυθιστορήματος «Εκλεκτικές συγγένειες» (Μουσείο Γκέτε, Βαϊμάρη· φωτ. Igda).
Το εσωτερικό του σπιτιού όπου γεννήθηκε ο Γκέτε στη Φρανκφούρτη, που σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο. Το κτίριο αυτό καταστράφηκε το 1944, αλλά ανοικοδομήθηκε πιστά· σε αυτό βρίσκονται πολύτιμα κειμήλια του ποιητή, μεταξύ των οποίων και το γραφείο του (φωτ. Mairani).
Dictionary of Greek. 2013.